μεταδειπνώ

μεταδειπνώ
και ματαδειπνώ (Α μεταδειπνῶ, -έω)
νεοελλ.
δειπνώ πάλι, ξαναδειπνώ
αρχ.
δειπνώ αργά, μετά τη συνηθισμένη ώρα, καθυστερώ να δειπνήσω («εἰ δὲ γε ἔτι πλείω χρόνον κενεαγγήσας ἐξαπίνης μεταδειπνήσειεν», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”